στοματορραγία

στοματορραγία
η, Ν
ιατρ. αιμορραγία τής στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -ρραγία (< -ρραγής < ρήγνυμι), πρβλ. μητρορραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Φοίβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”